υπαλληλικός

υπαλληλικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπάλληλο
2. φρ. α) «υπαλληλικό δίκαιο»
(νομ.) κλάδος τού δημοσίου δικαίου, σύνολο κανόνων οι οποίοι διέπουν τα σχετικά με την κατάσταση τών δημοσίων υπαλλήλων, τών υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και τών υπαλλήλων τών οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης·β) «υπαλληλικός κώδικας»
(νομ.) κώδικας που περιέχει τα σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση τών υπαλλήλων οι οποίοι υπηρετούν σε διοικητικές υπηρεσίες τού κράτους, καθώς και τών υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Θ. Ν. Φλογαΐτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπαλληλικός, -ή — ό που έχει σχέση με τον υπάλληλο, που είναι του υπαλλήλου: Υπαλληλικός κώδικας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγρονόμος — (I) ο, (Α ἀγρονόμος) νεοελλ. 1. επιστήμονας καλλιεργητής που ασχολείται με τις μεθόδους τής προσφορότερης εκμετάλλευσης τών αγρών 2. υπαλληλικός βαθμός στην αγροφυλακή αρχ. μέλος αρχής επιφορτισμένης με την τήρηση τής τάξης στην ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • αναδιορισμός — Πολιτειακή πράξη με την οποία κάποιος τοποθετείται σε κρατική θέση που είχε άλλοτε και την έχασε. Ο Υπαλληλικός Κώδικας του 1999 (άρθρο 21) προβλέπει τον επαναδιορισμό και τη διαδικασία που απαιτείται. Συνήθως, επιτρέπεται μέσα σε μια πενταετία… …   Dictionary of Greek

  • ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …   Dictionary of Greek

  • γραμματέας — ο, η 1. αυτός που ασχολείται με τη σύνταξη εγγράφων: Εκλέχτηκε γραμματέας του συλλόγου. 2. υπαλληλικός βαθμός και ο υπάλληλος του βαθμού αυτού: Ο διευθυντής προσέλαβε νέο γραμματέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διευθυντής — ο θηλ. διευθύντρια 1. ο προϊστάμενος μιας υπηρεσίας ή ενός ιδρύματος. 2. ανώτερος υπαλληλικός βαθμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόσμος — ο 1. το σύμπαν, η οικουμένη, η γη: Όλον τον κόσμο γύρισα να βρω γλυκό σταφύλι (δημ. τραγ.). 2. η ανθρωπότητα, η κοινωνία: Δε με μέλει τι θα πει ο κόσμος. 3. ορισμένη επαγγελματική ή κοινωνική τάξη: Ο υπαλληλικός κόσμος κατέβηκε σε απεργία. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”